- ἐπιέψεται
- ἐπιέψεται,A v. ἐφέπω. [full] ἐπιϝοικία, [full] ἐπίϝοικος, v. ἐποικ-. [full] ἔπιζα· ὄρνεα (Cypr.), Hsch. [full] ἐπιζάνω, [dialect] Ion. for ἐφιζάνω. [full] ἐπιζάξ· ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ καὶ ἐπ' εὐθείας, Hsch. (with other expll., cf. ἐπιτάξ).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.